- μελίσδω
- μελίσδω (Α)(δωρ. τ.) βλ. μελίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μελίσδω — μελίσσω pres subj act 1st sg (doric) μελίσσω pres ind act 1st sg (doric) μελίζω dismember pres subj act 1st sg (doric) μελίζω dismember pres ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελίζω — (ΑM μελίζω, Α και δωρ. τ. μελίσδω) κόβω σε κομμάτια, κομματιάζω, διαμελίζω («καὶ δείραντες τὸ ὁλοκαύτωμα, μελιοῡσιν αὐτὸ κατὰ μέλη αὐτοῡ», ΠΔ) αρχ. 1. ψάλλω με τη συνοδεία οργάνου, εκτελώ ένα μουσικό κομμάτι («ἁδὺ δέ μοι τὸ μέλισμα καὶ ἢν σύριγγι … Dictionary of Greek